lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μαύρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
black, blackness, hack«, monk, negro, nigger, sable, sooty
μαύρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
negr, tmavý, černoch, černošský, černý, čerň
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dunkelheit, mohr, neger, schwarz, schwärze
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
neger, sort, svart, sværte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ennegrecer, negro, oscuridad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
idées, moricaud, noir, nègre, négro
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negro, nero, scuro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
neger, sort, svart, sverte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
негр, негритянский, черен, черный, чернь, чёрен, чёрный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
neger, svart, svepte
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zezak
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
черен
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
чорны, чэрнь
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
must, pimedus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
musta, neekeri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crn
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fekete, szerecsen
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
juoda, juodas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escuridade, freto, negro, populacho, preto
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
črn
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брутальний, грубий, ебеновий, натовп, неввічливий, негр, незакінчений, необроблений, неприємний, нерівний, нечемний, неґречний, пошерхлий, різкий, суворий, терпкий, чернь, чорний, шерехатий, шерхлий, шершавий, шорсткий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czarny, czerń, murzyn

Σχετικές λέξεις

μαύρος κρίνος, μαύρος γάτος, μαύρος κύκνος, μαύρος γάτος παγκράτι, μαύρος θάνατος, μαύρος πάνθηρας, μαύρος ωκεανός, μαύρος καβαλάρης, μαύρος πειρατής, μαύρος πητ