lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μεγαλώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grew, grow, luxuriate, mushroom, rise, rose, vegetate, wax
μεγαλώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dorůstat, narůst, narůstat, povznést, přibýt, přibývat, růst, stoupat, vegetovat, vyrůst, vyrůstat, vzrůstat, zvýšit, zvětšit, zvětšovat, živořit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschwellen, anwachsen, gedeihen, heranwachsen, steigen, vegetieren, wachsen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gro, stige, tiltag, vokse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aumentar, crecer, medrar, subir, vegetar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
augmenter, bien, croître, grandi, grandir, pousser, végéter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aumentare, crescere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ese, gro, tilta, vokse, øke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возрастать, вырастать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gro, stegra, tillta, växa
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
узрастаць, штурхаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
enetä, karttua, kasvaa, varttua
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
növekedni, nőni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aumentar, avultar, crescer, subir, vegetar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
rasti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зростати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rosnąć, urastać

Σχετικές λέξεις

μεγαλώνω συνώνυμα, μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου μιράντα σιδερά, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω τις προτάσεις, μεγαλώνω για σενα στιχοι, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω μαμά, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στα αγγλικά