lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μονοπώλιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
monopoly
μονοπώλιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
monopol
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
monopol
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
eneret, monopol
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
monopolio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
monopole
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclusiva, monopolio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enerett, monopol
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
монополия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
monopol
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
манаполія
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
monopol
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
monopol
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyedáruság, monopólium
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
monopolis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monopólio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
monopol
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монополія, олігополія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
monopol

Σχετικές λέξεις

μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο αρτα, μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο σπόρων, μονοπώλιο karcher, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο αηκ, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων