lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μπανιέρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bath, bath-tub, bathtub, tub, washtub
μπανιέρα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
koupel, lázeň, vana
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bad, badewanne, wanne
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bad, bade, badekar, kar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bañar, bañarse, bañera, baño, tina
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baignoire, bain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bagnarola, bagno, vasca
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bad, badekar, kar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ванна
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
badkar, kar
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
banjë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ванна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vann, vannitama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
amme, kylpy, kylpyamme
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kada
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fürdőkád, kád
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
maudytis, plauti, vonia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banho, batera, bazar, tina
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
baie, cadă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kúpeľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ванна, лабораторний, лабораторія, радіатор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wanna

Σχετικές λέξεις

μπανιέρα υπερήχων, μπανιέρα μωρού, μπανιέρα υδρομασάζ, μπανιέρα αλλαξιέρα, μπανιέρα τιμη, μπανιέρα με πόδια, μπανιέρα τιμές, μπανιέρα για μωρα, μπανιέρα διαστάσεις, μπανιέρα ακρυλική ή μαντεμένια