lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νοίκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
holding, lease, leasehold, leasing, rent, rental, tenacity, tenancy
νοίκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nájem, nájemné, pacht, pronájem, činže
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hausmiete, miete, pacht, zinnober, zins
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bygmel, leje
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alquiler, arrendamiento, arriendo, censo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affermage, amodiation, bail, cens, emphytéose, fermage, ferme, location, loyer, redevance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affitto, canone, fattoria, noleggio, nolo, pigione, podere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bygsel, husleie, hyra, leie, leiekontrakt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аренда, оброк
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arrende, blygsel, hyra
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аренда, наем
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
арэнда
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
üür
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuokrasopimus, vuokraus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bér, bérbeadás, bérbevétel, bérlet, haszonbérlet, házbér, lakbér
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mokestis, nuoma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aluguer, arrendamento, arrendo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nájomné
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брати, везти, возити, відносити, візьміть, забирати, забрати, захоплювати, здавати, набувати, набути, наймання, найми, окупація, оренда, орендувати, придбати, приймати, прийняти, провести, проводити, сфотографувати, узяти, фотографувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czynsz, dzierżawa, komorne

Σχετικές λέξεις

φόρος- ενοίκιο