lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οριοθετώ στα νορβηγικά

Λέξη:
οριοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (4):
begrense, forminske, innskrenke, rasjonere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά οριοθετώ, υιοθετώ συνώνυμο, υιοθετώ στα αγγλικά, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ english, οριοθετώ στα νορβηγικά, begrense στα ελληνικά
οριοθετώ στα νορβηγικά