lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα νορβηγικά

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
adgang, anfall, angrep, atkomst, framstøt, innfall, overfall, rad, raid, strandhugg, tilgang, tokt
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα νορβηγικά, adgang στα ελληνικά
πρόσβαση στα νορβηγικά