lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύνταξη στα νορβηγικά

Λέξη:
σύνταξη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (5):
alderstrygd, pensjon, pensjonat, trygd, rente
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά σύνταξη, σύνταξη χηρείας οαεε, σύνταξη χηρείας, σύνταξη στα 50, σύνταξη ογα, σύνταξη οαεε, σύνταξη στα νορβηγικά, alderstrygd στα ελληνικά
σύνταξη στα νορβηγικά