lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οικονομία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chariness, economizer, economy, frugality, nearness, parsimony, providence, saving, thrift, thriftiness
οικονομία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hospodaření, hospodářství, skoupost, skrblictví, spoření, spořivost, úspora, šetrnost, šetření
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ersparnis, sparsamkeit, wirtschaft, wirtschaftlichkeit, wirtschaftssystem, ökonomie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
besparelse, besparing, økonomi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahorro, economía
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parcimonie, économie, épargne
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economia, parsimonia, risparmio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besparelse, besparing, sparing, økonomi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бережливость, хозяйство, экономика, экономия, экономность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besparelse, besparing, njugghet, sparsamhet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
икономика, икономия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
беражлівасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
majandus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säästö, taloudellisuus, talous
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gazdaság, közgazdaság, megtakarítás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ekonomika, ūkis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
economia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
господарка, господарство, економіка, економія, завбачливість, заощадження, землеробство, обережність, ощадливість, розважливість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oszczędność

Σχετικές λέξεις

οικονομία κλίμακας, οικονομία της αγοράς, οικονομία της γνώσης, οικονομία καυσίμου, οικονομία και κοινωνία στην αρχαία ελλάδα, οικονομία ετυμολογία, οικονομία φάσματος, οικονομία ελλάδα, οικονομία της ελλάδας, οικονομία στα καύσιμα