lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ορκίζομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ban, curse, damn, foreswear, oath, plight, revile, swear, swearing-in, vow
ορκίζομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
klít, nadávat, proklínat, proklít, přísahat, zaklít, zatracovat, zatratit, zlořečit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluchen, geflucht, geloben, schwören, verdammen, verfluchen, verwünschen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ed, forbande, sværge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
blasfemar, jurar, maldecir, votar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anathématiser, damner, jurer, maudire, maugréer, pester, sacrer, vouer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bestemmiare, dannare, giurare, imprecare, maledire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
banne, dundra, ed, edfeste, forbanne, sverge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клясть, материть, присягать, проклинать, ругать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dundra, ed, förbanna, förbanne, svära
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
betohem, mallkoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
клясці, праклінаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
needma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiroilla, kirota, manata, vannoa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proklinjati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
káromkodik, megfogad
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abominar, amaldiçoar, blasfemar, jurar, maldizer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проклинати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kląć, przeklinać, przysięgać, ślubować

Σχετικές λέξεις

ορκίζομαι στα αγγλικά, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ορκίζομαι είμαι αθώα 1968, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας στίχοι, ορκίζομαι στο ιερό ευαγγέλιο να πω στο δικαστήριο, cosmopolitan ορκίζομαι