lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ορυχείο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bottom, bottoming, coal-mine, coalmine, cutting, dugout, excavation, foot, mine, pit, pitted, storehouse, trench, unearth
ορυχείο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dolní, dolík, díra, důl, hrob, jáma, mina, podkop, příkop, spodek, spodní, úpatí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bergwerk, grube, loch, mine
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
grav, grave, grøft, hul, mine
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
foso, hoyo, hueco, inferior, mina
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aval, bas, charbonnage, creux, découverte, enfonçure, fosse, gresserie, industrie, marbrière, marnière, mine, plâtrière, puisard, salière, soufrière, trou
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cava, fondo, fossa, fosso, mina, miniera, scavo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bergverk, grav, grop, gruva, gruve, grøft, kullgruve, mine
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
каменоломня, копь, нижний, низ, шахта, яма
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bergverk, grav, grop, gruva
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gropë, minierë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шахта
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
каменяломня, нiзкi, панчоха, шахта
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivos, kuoppa, miina
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
donji, rupa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
akna, bánya, enyém, fenék, gödör, mélyedés, sírgödör
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
duobė, kasykla, šachta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
homo, inferior, mina
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
baňa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
впадина, заглибина, заглиблення, каменоломня, мій, рудник, шахта, яма
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dół, kopalnia, wykop

Σχετικές λέξεις

ορυχείο ίψεν, ορυχείο διαμαντιών μίρνι, ορυχείο διαμαντιών μίρνι ανατολική σιβηρία ρωσία, ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο αμυνταίου, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο καρδιάς, ορυχείο χρυσού, ορυχείο διαμαντιών στη σιβηρία