lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρωγή στα ουγγρική

Λέξη:
αρωγή (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
megkönnyebbülés, megmentés, megsegíteni, mentés, pártfogás, segédlet, segély, segíteni, segítség, támasz, támogatás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αρωγή, αρωγη συνώνυμα, αρωγή συνώνυμο, αρωγή μκο, αρωγή λεξικό, αρωγή λάρισα, αρωγή στα ουγγρική, megkönnyebbülés στα ελληνικά
αρωγή στα ουγγρική