lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γέρος στα ουγγρική

Λέξη:
γέρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
antik, ókori, öreg, régi, idős, ősi
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική γέρος, γέροσ ονειροκρίτησ, γέροσ δημήτρησ, γέρος του μοριά, γέρος της δημοκρατίας, γέρος τα ξύλα που ’εκοψε στην πλάτη κουβαλούσε κι αφού κουράστηκε πολύ το θάνατο καλούσε, γέρος στα ουγγρική, antik στα ελληνικά
γέρος στα ουγγρική