lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα ουγγρική

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
csillogni, ragyogni, löket
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική γυαλίζω, γυαλίζω στα ουγγρική, csillogni στα ελληνικά
γυαλίζω στα ουγγρική