lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα ουγγρική

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
beigazolódik, állít, megállapítani, megerősíteni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα ουγγρική, beigazolódik στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα ουγγρική