lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεγείρω στα ουγγρική

Λέξη:
διεγείρω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
ébreszt, ébreszteni, felébred, felkelteni, felizgat, előidézni, felébreszteni, okozni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διεγείρω, διεγείρω συνώνυμα, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω λεξικο, διεγείρω ετυμολογια, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω στα ουγγρική, ébreszt στα ελληνικά
διεγείρω στα ουγγρική