lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα ουγγρική

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
uralom, fölény, túlsúly, fennhatóság, hatalom, hatóság, hatvány, kormány, kormányzás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα ουγγρική, uralom στα ελληνικά
κυριαρχία στα ουγγρική