lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα ουγγρική

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
fáradság, nehéz, fáradtság, unalom
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα ουγγρική, fáradság στα ελληνικά
κόπωση στα ουγγρική