lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παντού στα ουγγρική

Λέξη:
παντού (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
mindenhol, mindenütt
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική παντού, παντού την είδα. να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό, παντού συνώνυμα, παντού ουρανός, παντού να σκορπίζεισ τησ νιότησ το φωσ, παντού μαζί, παντού στα ουγγρική, mindenhol στα ελληνικά
παντού στα ουγγρική