lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταθλητής στα ουγγρική

Λέξη:
πρωταθλητής (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
bajnok, mester, hátvéd, ügyvéd, védelmező, védő
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πρωταθλητής, πρωταθλητής στο σκάκι από το 1985 έως το 1993, πρωταθλητής ο ολυμπιακός, πρωταθλητής μπάσκετ 2012, πρωταθλητής καλλιθέας, πρωταθλητής εφημερίδα τηλέφωνο, πρωταθλητής στα ουγγρική, bajnok στα ελληνικά
πρωταθλητής στα ουγγρική