lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σακάκι στα ουγγρική

Λέξη:
σακάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (12):
dzseki, felöltő, kabát, kaftán, kiskabát, kosztümkabát, köpeny, köpönyeg, pulóver, rövid, tengerészet, zakó
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σακάκι, σακάκι στα αγγλικά, σακάκι σανέλ, σακάκι ονειροκρίτης, σακάκι οικονόμου, σακάκι μπλέιζερ γυναικειο, σακάκι στα ουγγρική, dzseki στα ελληνικά
σακάκι στα ουγγρική