lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στοργή στα ουγγρική

Λέξη:
στοργή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (13):
betegség, izgalom, kór, meghatottság, megindultság, ragaszkodás, szenzáció, szerelem, szeretet, vonzódás, érzelem, érzet, érzés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική στοργή, στοργή συνώνυμα, στοργή στο λαό του βασίλη δούβλη, στοργή στο λαό δούβλης, στοργή στο λαό, στοργή παπανικολάου, στοργή στα ουγγρική, betegség στα ελληνικά
στοργή στα ουγγρική