lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άχυρο στα ουκρανικά

Λέξη:
άχυρο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
вал, держак, древко, кермо, руль, солома, ствол, стеблина, стебло, стерно, стовбур
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άχυρο, πωλείται άχυρο, ονειροκρίτησ άχυρο, άχυρο τιμή, άχυρο της βρώμης, άχυρο στα αγγλικά, άχυρο στα ουκρανικά, вал στα ελληνικά
άχυρο στα ουκρανικά