lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έλκος στα ουκρανικά

Λέξη:
έλκος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
абсцес, варити, варитися, виразка, зварити, кипіння, нарив, наривши, шкідник, язва
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έλκος, έλκος συμπτώματα, έλκος στομάχου διατροφή, έλκος στομάχου αντιμετώπιση, έλκος στομάχου, έλκος στο μάτι, έλκος στα ουκρανικά, абсцес στα ελληνικά
έλκος στα ουκρανικά