lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ένοικος στα ουκρανικά

Λέξη:
ένοικος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
власник, володар, держатель, житель, загарбник, мешканець, окупант, опора, орендар, орендатор, пожилець, утримувач, фермер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ένοικος, ο ένοικος, μπαρ ένοικος, ένοικος σημασία, ένοικος πολάνσκι, ένοικος μετάφραση, ένοικος στα ουκρανικά, власник στα ελληνικά
ένοικος στα ουκρανικά