lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα ουκρανικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
білявий, значний, наслідок, неабиякий, неважливий, непоганий, прекрасний, приємний, русявий, світлий, справедливий, чесний, чималий, ярмарок, інвалід
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα ουκρανικά, білявий στα ελληνικά
ανάπηρος στα ουκρανικά