lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάχωμα στα ουκρανικά

Λέξη:
ανάχωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (37):
банк, берег, беріг, бордюр, борт, вал, виступ, відомість, галузь, кайма, карниз, клімат, край, літати, межа, муха, насип, нахил, область, перелік, площа, полетіти, політ, порт, поспішати, потяг, пролетіти, проноситись, пілотувати, район, регіон, список, спідниця, сфера, схильність, укіс, яр
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανάχωμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα λεξικο, ανάχωμα στα ουκρανικά, банк στα ελληνικά
ανάχωμα στα ουκρανικά