lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναστενάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
αναστενάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
задихатися, зітхати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναστενάζω, αναστενάζω μετάφραση, αναστενάζω και πονώ (σωτηρία μπέλλου) στιχοι, αναστενάζω και πονώ, αναστενάζω βγαίνει φωτιά στιχοι, αναστενάζω βγαίνει φωτιά, αναστενάζω στα ουκρανικά, задихатися στα ελληνικά
αναστενάζω στα ουκρανικά