lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανησυχώ στα ουκρανικά

Λέξη:
ανησυχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
бентежте, гризніть, жовч, знесильте, надокучати, надокучте, нездужайте, непокоїти, порушити, порушувати, потурбувати, руйнувати, стурбувати, точити, тривога, тривожити, турбувати, турбуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανησυχώ, ανησυχώ τερζής στιχοι, ανησυχώ τερζής lyrics, ανησυχώ τερζής, ανησυχώ συνώνυμο, ανησυχώ συνώνυμα, ανησυχώ στα ουκρανικά, бентежте στα ελληνικά
ανησυχώ στα ουκρανικά