lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποζημιώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
αποζημιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
винагорода, винагороджувати, виплатити, виплачувати, заплатити, зарплата, компенсувати, компенсуйте, плата, платити, платня, розплата, сплатити, сплачувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποζημιώνω, αποζημιώνω στα ουκρανικά, винагорода στα ελληνικά
αποζημιώνω στα ουκρανικά