lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αταραξία στα ουκρανικά

Λέξη:
αταραξία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
відпочивати, відпочинок, відпочити, заощаджувати, запас, запасати, лад, мир, обмеження, обмеженість, перепочивати, перепочити, перерва, покладатися, покій, помірність, прохолода, резерв, резервувати, скромність, слиз, спокій, спочивати, спочинок, стриманість, тиша, холоднокровність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αταραξία, στωική αταραξία, επίκουρος αταραξία, αταραξία перевод, αταραξία της ψυχής, αταραξία ορισμός, αταραξία στα ουκρανικά, відпочивати στα ελληνικά
αταραξία στα ουκρανικά