lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαμβάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
βαμβάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
бавовна, бавовну, бавовняний, ляпати, нитка, плескати, поплескати, поплескування, удар, вата
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βαμβάκι, βαμβάκι χαλάνδρι, βαμβάκι φυτό, βαμβάκι τιμή, βαμβάκι στην ελιά, βαμβάκι περκάλι, βαμβάκι στα ουκρανικά, бавовна στα ελληνικά
βαμβάκι στα ουκρανικά