lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλεφαρίδα στα ουκρανικά

Λέξη:
βλεφαρίδα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
батіг, відшмагати, віко, вія, кришка, мчати, мчатися, нестися, повіка, повіку, покришка, пуга, шмагати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βλεφαρίδα, βλεφαρίδα στα ουκρανικά, батіг στα ελληνικά
βλεφαρίδα στα ουκρανικά