lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βρεγμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
βρεγμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
брутальний, вогкий, вогкою, вогкої, вогкій, водяний, вологий, грубий, забризканий, мокрий, невихований, необроблений, непристойний, нестиглий, образливий, плач, промоклий, росяний, різкий, сирий, сирної, сирою, сирої, сирій
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βρεγμένος, βρεγμένοσ σκύλοσ, βρεγμένος ως το κόκκαλο, βρεγμένος ονειροκρίτης, βρεγμένος pronunciation, βρεγμένος στα ουκρανικά, брутальний στα ελληνικά
βρεγμένος στα ουκρανικά