lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γράσο στα ουκρανικά

Λέξη:
γράσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
жир, змазка, змащення, змащування, мазь, муж, муже, помазання, помічник, смалець, чоловік
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γράσο, γράσο χαλκού, γράσο υψηλών θερμοκρασιών, γράσο τιμή, γράσο στα ρούχα, γράσο σιλικόνης, γράσο στα ουκρανικά, жир στα ελληνικά
γράσο στα ουκρανικά