lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέσμη στα ουκρανικά

Λέξη:
δέσμη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
болт, букет, засув, засувка, канат, линва, мотузка, нагромадження, нагромаджувати, нагромадити, пакет, пакунок, складати, скласти, тікати, утікати, штабель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δέσμη, δέσμη χαρτικά, δέσμη φωτός, δέσμη φωτονίων, δέσμη κύκλων, δέσμη ιδεών γκάλι, δέσμη στα ουκρανικά, болт στα ελληνικά
δέσμη στα ουκρανικά