lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δακτυλίδι στα ουκρανικά

Λέξη:
δακτυλίδι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
воротар, вінок, гірлянда, дзвеніти, дзвонити, дзвінок, задзвеніти, звивати, звити, згинати, зігнути, каблучка, кошара, круговорот, кільце, мотузка, обмотати, обмотка, обмотувати, обруч, пасок, пояс, ремінь, складати, складка, скласти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δακτυλίδι, ονειροκρίτης δαχτυλίδι, δαχτυλιδι σεβαλιε, δαχτυλίδι του γύγη, δαχτυλίδι της φωτιάς, δαχτυλίδι στον αντίχειρα, δακτυλίδι στα ουκρανικά, воротар στα ελληνικά
δακτυλίδι στα ουκρανικά