lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσμοφύλακας στα ουκρανικά

Λέξη:
δεσμοφύλακας (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
воротар, годинник, губернатор, двірник, дивитися, доглядач, наглядач, охоронець, пильнувати, прибиральник, спостерігати, спостерігач, сторож
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δεσμοφύλακας, δεσμοφύλακας στα ουκρανικά, воротар στα ελληνικά
δεσμοφύλακας στα ουκρανικά