lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητηριώδης στα ουκρανικά

Λέξη:
δηλητηριώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
дошкульний, отруйний, отрутний, смертельний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δηλητηριώδης, δηλητηριώδησ κισσόσ, δηλητηριώδης φυτά, δηλητηριώδης πεταλούδα, δηλητηριώδης βάτραχος dart, δηλητηριώδης βάτραχος, δηλητηριώδης στα ουκρανικά, дошкульний στα ελληνικά
δηλητηριώδης στα ουκρανικά