lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαμάχη στα ουκρανικά

Λέξη:
διαμάχη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
аргумент, аргументація, веслування, веслувати, дискусія, нахил, низка, полеміка, протиріччя, ряд, сперечання, спор, спори, спір, суперечка, суперечність, твердження
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαμάχη, διαμάχη συνώνυμο, διαμάχη συνώνυμα, διαμάχη στη νότιο αφρική για το... κουνέλι στο αυτί του νέλσον μαντέλα, διαμάχη στέλιου καζαντζίδη χρήστου νικολόπουλου, διαμάχη στέλιου καζαντζίδη - χρήστου νικολόπουλου 1998, διαμάχη στα ουκρανικά, аргумент στα ελληνικά
διαμάχη στα ουκρανικά