lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαρρήκτης στα ουκρανικά

Λέξη:
διαρρήκτης (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
вал, зломщик
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαρρήκτης, μωρο διαρρήκτης, διαρρήκτησ αυτιάσ, διαρρήκτης στα αγγλικα, διαρρήκτης ονειροκριτης, διαρρήκτης μπήκε σε σπίτι στρατιωτικού με μαύρη ζώνη, διαρρήκτης στα ουκρανικά, вал στα ελληνικά
διαρρήκτης στα ουκρανικά