lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσφημιστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
δυσφημιστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
ганебний, наклепницький, неправдивий, несправедливий, образливий, скандальний, шкідливий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δυσφημιστικός, δυσφημιστικός στα ουκρανικά, ганебний στα ελληνικά
δυσφημιστικός στα ουκρανικά