lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιρροή στα ουκρανικά

Λέξη:
επιρροή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
авторитет, брикати, брикатися, вдих, витримати, влада, влаштовувати, влаштувати, вмістити, вміщати, вміщувати, володіння, володіти, вплив, впливання, відання, відгук, держати, натхнення, повноваження, провести, проводити, реакція, стимул, тримати, триматися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιρροή, επιρροή συνώνυμα, επιρροή στα αγγλικα, επιρροή πανσεληνου, επιρροή λεξικό, επιρροή ετυμολογία, επιρροή στα ουκρανικά, авторитет στα ελληνικά
επιρροή στα ουκρανικά