lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργολάβος στα ουκρανικά

Λέξη:
εργολάβος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
авантюрист, антрепренер, бос, бугорок, комісіонер, маклер, наймач, начальник, одержувач, підприємець, роботодавець, робітник, спекулянт, хазяйнувати, хазяїн
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εργολάβος, εργολάβοσ σπύροσ, εργολάβοσ κηδειών, εργολάβος ορισμός, εργολάβος οικοδομών, εργολάβος μου πρότεινε μίζα και του έσπασα τα μούτρα, εργολάβος στα ουκρανικά, авантюрист στα ελληνικά
εργολάβος στα ουκρανικά