lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευτράπελος στα ουκρανικά

Λέξη:
ευτράπελος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
грайливий, пустотливий, веселий, глузливий, дивакуватий, жартівливий, насмішкуватий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευτράπελος, ευτράπελος στα ουκρανικά, грайливий στα ελληνικά
ευτράπελος στα ουκρανικά