lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδιοκτησία στα ουκρανικά

Λέξη:
ιδιοκτησία (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (35):
вклад, власність, влаштовувати, влаштувати, вмістити, вміщати, вміщувати, внесок, володіння, володіти, галузь, держати, домен, домініон, займання, зберігання, користування, майно, майновий, мирський, область, окупація, перебування, проведення, провести, проводити, суміщення, сфера, тримати, триматися, утримування, холдинг, холдинговий, холдінг, чинність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ιδιοκτησία, ιδιοκτησία συνώνυμα, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία καπε, ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία στα ουκρανικά, вклад στα ελληνικά
ιδιοκτησία στα ουκρανικά