lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταφύγιο στα ουκρανικά

Λέξη:
καταφύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
вкриття, гавань, житло, захисток, заховати, заховувати, канделябр, кредит, нора, переховати, позика, порт, поховати, приміщення, пристосування, притулок, приховати, приховувати, розквартирування, святилище, сховати, сховатися, сховище, тент, укриття, ховати, ховатися, цитадель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καταφύγιο, καταφύγιο φλαμπούρι, καταφύγιο οίτη, καταφύγιο μπάφι, καταφύγιο καλλέργη, καταφύγιο ερμής τρίκαλα, καταφύγιο στα ουκρανικά, вкриття στα ελληνικά
καταφύγιο στα ουκρανικά