lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλάσμα στα ουκρανικά

Λέξη:
κλάσμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
відламок, гірлянда, дрижати, дрож, обривок, осколок, переконання, секта, торс, тремтіти, уламок, фрагмент, фракція, частка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κλάσμα, κλάσμα χοληστερίνης, κλάσμα στο word, κλάσμα ετυμολογία, κλάσμα εξώθησης φυσιολογικές τιμές, κλάσμα εξώθησης καρδιάς, κλάσμα στα ουκρανικά, відламок στα ελληνικά
κλάσμα στα ουκρανικά