lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλουβί στα ουκρανικά

Λέξη:
κλουβί (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
квитанція, клітина, клітка, контроль, нявчання, нявчати, перевірити, перевірка, перевіряти, чайка, чек, шах, шибка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κλουβί, κλουβί στο κεφάλι, κλουβί πετράλωνα, κλουβί παπαγάλου, κλουβί ονειροκρίτης, κλουβί μεταφοράς για σκύλους, κλουβί στα ουκρανικά, квитанція στα ελληνικά
κλουβί στα ουκρανικά