lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κορίτσι στα ουκρανικά

Λέξη:
κορίτσι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
дівча, дівчатко, дівчаток, дівчина, дівчинка, молодиця, муслін, мусліновий, незаймана, непорочний, пані, промах, промахнутися, пропускати, пропустити, спідниця, юнка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κορίτσι, κορίτσι του μάη, κορίτσι πράμα στίχοι, κορίτσι πράμα, κορίτσι ονειροκρίτης, κορίτσι οδυσσέας ελύτης, κορίτσι στα ουκρανικά, дівча στα ελληνικά
κορίτσι στα ουκρανικά